Κυριάκου Χαραλαμπίδη, Ὁ Κύπρου Κυπριανὸς
Προσέτι, τέκνα, τὰ φορέματά σας νὰ εἶναι σεμνὰ καὶ ραγιάτικα,
τὰ σαρίκια σας, τὰ ζωνάρια σας, τὰ γεμενιά σας μαῦρα·
διότι τοιαύτη εἶναι ἡ προσταγὴ τοῦ ἀγᾶ ἐφένδη μας
καὶ ὅποιος εὑρεθεῖ μὲ ἐξωτερικὸν φόρεμα
θέλει παιδευθῆ σκληρῶς.
Τὰ λόγια τοῦτα ἐγράφησαν Μαΐου 16
τῶ 1821 Χριστοῦ
ἀπὸ τὸν Κύπρου καὶ εὐχέτην ἡμῶν Κυπριανόν.
Ντυμένος ἀφεντάδων τὴ φωνὴ
μὲ παραστατικὲς τρομώδεις συμβουλὲς
γιὰ πλῆθος ἰστιζάληδων σκληρῶν
ποὺ ὡς ἀστροπελέκια θέλουν καταδυναστεύσει
παντοιοτρόπως καὶ θέλουν σᾶς ζημιώννει,
τὸ πλήρωμά του ἐφύλαττε ἀπὸ τὸ μυλολίθαρο.
Ἀλλὰ γιατὶ δὲν τοὺς καλοῦσε ν’ ἀντιδράσουν
μ’ ἄλλονε τρόπο, ποὺ εἶχε καὶ προηγούμενο
τὶς ἄνυδρες ἀκρίδες τοῦ ’16;
Μὴν ἀπὸ τότε οἱ ἄνθρωποι δὲν παραδῶκαν τὰ ὅπλα
κι ἀκαρτερούσανε νὰ καταπέσουν
μονάχες τους οἱ ἀκρίδες ἀπ’ τὸν ἄνεμο;
Κι αὐτὸς –ὄχι μυαλὰ τοῦ προκατόχου του–
χωρὶς νὰ χάσει χρόνο παραγγέλλει
τοῦ Τρύφωνος ἁγίου προστάτη τῶν γεωργῶν
μιὰν μυρμηγκιὰν εἰκόνες καὶ τὶς ἔστειλε
πρὸς ἀκριδοκτονίαν σὲ κατηλλίκια.
Τότε γιατί; Καὶ τώρα τὰ σαρίκια σας
καὶ τὰ ζωνάρια σας, τὰ γεμενιά σας μαῦρα
Ποὺ εἶχε τὸ θάρρος (θάρρος; τελοσπάντων)
νὰ ἐξοβελίσει, ἄρρωστο καὶ ὑπέργηρο,
τὸν Ἀρχιεπίσκοπο τῆς Κύπρου Χρύσανθο
κι ἔβαλε ἀνθρώπους του νὰ λένε πὼς οἱ δυὸ
τοῦ Χρύσανθου ἀνεψιοί, ὁ Χρύσανθος καὶ ὁ Χρύσανθος
οἱ μητροπολιτάδες –δυναστεία ποὺ δράκιασε–
νὰ πάρουν ἆρον ἆρον καὶ τὸν κράββατον.
Κι ὁ γερο-Χρύσανθος μὲ τὰ ρευματικά του
πεθαίνοντας στὴν Εὔβοια τὸν κατηράσθη
νὰ κακοθανατίσει (ἄλυτος ἀφορισμὸς) πλὴν ὅμως
ὁ Κύπρου Κυπριανὸς αὐτὸς κυπρίζει
πολύπειρος, ἐχέφρων κυβερνήτης,
ἐνάρετος παντοίως, ἄξιος ἄγρυπνος,
σὲ κάθε τοῦ λαοῦ του ἀνάγκη πρόμαχος,
λάμψη λυχνίας εὐράεστος καὶ ὅλως χριστιανός.
Σὰν ἄνθρωπος ποὺ ἔσφαλε ἀντλεῖ ἀπ’ τὰ λάθη του
πολύτιμα πετράδια – τ’ ἀνταλλάζει
με τὸ φθαρμένον αἷμα του, ὡριμάζει.
Ἄλλο δὲν ἔχει πιὰ νὰ φοβηθεῖ
ἀπὸ τὸ θάνατό του ποὺ τὸν ἔκτισε
σπίθα τὴ σπίθα στὸ κρανίο του μέσα.
Κι ἂν τὰ σαρίκια μαῦρα, νιώθετε θαρρῶ
πὼς ἄλλα ὑπογραμμίζει κι ἄλλα δείχνει.
Κάτω ἀπὸ τὸ χιτώνα τὸ ραγιάτικο
ἐγκατοικεῖ πολύχρυσο ρογιάτικο.
Ἡ σιωπή του ἐξορκισμός, οἱ λέξεις
μιὰν ἀκατάσχετη καλύπτουν ἐπανάσταση –
μὲ τὴ μαντίλα τους τὴ μαύρη ἀμφισβητοῦνε.
Ὅσοι τὸν δείλαιο συντηρητισμὸ
σ’ αὐτοῦ τὸ πρόσωπο ἀναγνώνουν, ἂς ἰδοῦνε
τὸ πῶς ἀρνήθηκε στὰ κουσουλάτα
νὰ κρύψει τὸ σαρκίον του· ὅταν βάδισε
πρὸς τὸ μαρτύριον ἢ ὅταν εὐλογοῦσε
τὸ δήμιό του καὶ τὸ σωστικὸν σχοινίον
περνοῦσε στὸ λαιμό του φῶς ἀθάνατο
καὶ τὸ σεμνοπρεπὲς μαῦρο του ράσο
ἀκολουθοῦσε τον τρεῖς μέρες καὶ τρεῖς νύχτες.
(Νοέμβρης 1990)